- συνήθειο
- το1. συνήθεια.2. έθιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοκαίρι — Mία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Στο βόρειο ημισφαίριο το κ. αρχίζει με το θερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Ιουνίου) και τελειώνει με τη φθινοπωρινή ισημερία (23 Σεπτεμβρίου)· στο νότιο ημισφαίριο αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21… … Dictionary of Greek
κατηγόριο — το κατηγορία, μομφή, επίκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κατηγόρια, η (πρβλ. συνήθεια: συνήθειο)] … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
συνήθ(ε)ιο — το, Ν 1. συνήθεια 2. έθος, έθιμο («κάθε τόπος και συνήθειο», δημ. γνωμ.) 3. στον πληθ. τα συνήθ(ε)ια τα έμμηνα τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. < συνηθίζω (πρβλ. συμπαθώ > συμπάθιο)] … Dictionary of Greek
έθιμο — το 1. κοινή συνήθεια, που ακολουθούν οι λαοί στον κοινωνικό τους βίο τηρώντας ο καθένας τους προγονικές παραδόσεις, η συνήθεια που επικράτησε, το συνήθειο: Τα έθιμα του γάμου. 2. (νομ.), άγραφος κανόνας δικαίου, που δημιουργήθηκε από το λαό και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνήθισμα — το το συνήθειο, η συνήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)